Friday 25 July 2014

Αγρύπνια


 Είχε μήνες να κοιμηθεί σωστά,, μια η κρίση μια η ανεργία μια τ απανωτά μέτρα με μορφή μυδράλιου από την οικονομική χούντα του τόπου, μια τα διεθνή γεγονότα του είχαν μαυρίσει τη ψυχή, δεν ήθελε ούτε φάτσαμπουκ ούτε το γαμημένο το wi-fi τους ούτε το επίδομα πείνας ούτε τίποτα. 
   Ήθελε τη χώρα του πίσω, ήθελε να μπορεί να ονειρευτεί, ήθελε όλη αυτή η θλίψη και η κατάθλιψη να φύγει από τη ζωή του. Να σβήσει η μαυρίλα, να σταματήσει η τόση αδικία. Έκοψε και τις ειδήσεις, δεν άντεχε τη τηλεόραση άλλο, με τα γαμημένα τα παπαγαλάκια σε διατεταγμένη υπηρεσία να διαστρεβλώνουν τα πάντα. Χτες ένα φιλαράκι πέθανε κάθε πρωί τον χαιρέταγε, 27 χρονών νεαρός, όλο χαμόγελο. Δεν είχε να φάει, τον διώξαν από το σπίτι και έμενε σε ένα ακατοίκητο. Η περηφάνια του όμως δεν τον άφηνε να μιλήσει... 
    Χωρίς νερό χωρίς ρεύμα, έμαθε από το ραδιόφωνο - πού άκουγε ακόμα ότι είχε ένα κομμάτι κρέας και έτρωγε λίγο λίγο... Καλοκαίρι σάπισε το κρέας αλλά πείναγε... έφαγε σάπιο κρέας, και πέθανε από τροφική δηλητηρίαση... 
     Έκοψε και το ραδιόφωνο, δεν ήθελε να ακούει τίποτα πια, βαρέθηκε, ποτέ δεν μίλαγε πολύ, ήσυχος ήταν και εργατικός, μόνο που του πήραν τη δουλειά μέσα από τα χέρια, περικοπές του είπανε πρέπει να φύγεις υπάρχει κρίση. Δεν είπε τίποτα, τι να πει; Αφού ήξερε όπως και όλη η χώρα ότι τις κομπίνες και τις μίζες και το άδειασμα των κρατικών ταμείων τα έκαναν οι κυβερνήσεις από το 1973 που θυμόταν τον εαυτό του... Και πιο πριν οι παλιότεροι του είχαν πει ότι τα ίδια κάναν απλά δεν παρακολουθούσε και δεν είχε μνήμες από τοτε, ήταν σίγουρος όμως ότι ετσι πρέπει να ήταν...
     Κάποτε, τότε που ήταν της μόδας με τους Πασοκους ο Μακρυγιάννης και τα απομνημονεύματα  του, τον άνοιξε να δει τι λέει. Μόλις έφτασε στο σημείο που διάβασε ότι οι οπλαρχηγοί ζητάγανε τόσα πρόβατα και τόσα στρέμματα γης για να προστατέψουν το χωρίο και τα νταραβέρια που γίνονταν από τότε, την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το πέταξε το βιβλίο, και δεν το τελείωσε ποτέ, δεν ήθελε να ξέρει... 
   Είχε διαβάσει πιο μικρός πως δολοφόνησαν το πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδος το Καποδίστρια, πως από τότε οι Γερμανοί παλουκώσανε δικό τους βασιλιά στην Ελλάδα και τη κάνανε Βασίλειο... Τη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, οι κανάγιες... Τον Βαβαρό τον Όθωνα... Καλό κουμάσι και του λόγου του... Πάντως δεν κάκιζε τους ξένους, τη δουλίτσα τους κάνανε τα όρνια, όπως κάθε όρνιο πάει εκεί που μυρίζει ψόφιο κρέας να φάει, δεν σκοτώνει το ίδιο ποτέ, αφήνει άλλους να κάνουν τη βρωμοδουλιά και αυτοί απλά πάνε και τρώνε τις νεκρές σάρκες. Κάπως έτσι κάναν και στην Ελλάδα σήμερα... Δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα από τότε, προδότες και δοσίλογοι πρωθυπουργοί και κυβερνήσεις, να τα χουμε καλά με τους ξένους να κονομάμε από τα δωράκια και να τρώμε καλά και η χώρα και οι πολίτες και η κοινωνία η παιδεία η υγεία στα αρχίδια τους. Πάνε στο εξωτερικό αν πάθουν κάτι η σε ιδιωτικές κλινικές. Τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία να μαθαίνουν (ότι σκατά τα διδάσκουν εκει, μιας και τα βιβλία τα εκπαιδευτικά κατευθυνόμενα είναι από ξένα κέντρα) στο εξωτερικό η σε παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων στη χώρα, τα κρατικά έχουν και αυτά τις κλίκες τους και αντί για έρευνα τα τρώνε οι πρυτάνεις, ακόμα γελάει με τον αθεόφοβο που είχε αγοράσει 24 χρυούς μπιντέδες και μια φεράρι με κονδύλια του πανεπιστημίου για την έπαυλη του... 

       Κανένας έλεγχος πουθενά, είδε και από μέσα τα ελληνικά πανεπιστήμια, ήταν και τυχερός τη χρονιά που μπήκε με ένα σύστημα α-μπε-μπα-μπλομ όπου σε βγάλει, από το άγχος των εξετάσεων είχαν αυτοκτονήσει μόνο 4 άτομα, κάθε φορά που άκουγε πανελλαδικές από τότε σκεφτόταν τα νεκρά παιδιά. Σκατά τα πράγματα γενικά και μέσα στο πανεπιστήμιο, είδε ότι το πτυχίο του ήταν κουρελόχαρτο και πήγε για μεταπτυχιακά Αγγλία, στην οξφόρδη, εκεί είδε τη σημαίνει παιδεία και μάθηση... 

     Αν δεν ήταν η μάνα του και μια παλιά γκόμενα που νταραβεριζόταν θα έμενε εκεί, είχε λίστα το πανεπιστήμιο, όπως όλα τα ξένα πανεπιστήμια τότε, και εταιρίες πρόσφεραν δουλειά επιτόπου. ταν μέσα στη λίστα και είχε επιλογή ανάμεσα στις 3 κορυφαίες εταιρίες του χώρου του. Κάνανε πάρτι στην Ελλάδα τότε μετά το θάνατο του Παπανδρέου οι εξυχρονιστές του Σημίτη, που είχε σπουδάσει Γερμανία, τυχαίο; Δεν νομίζω... 

    Επιστροφή στο παρόν , που μοιάζει να ρέει στο κενό, εδώ και ένα μήνα δεν κοιμάται πια καθόλου, ούτε μιλάει... Έφυγε και από την Αθήνα, η μάνα του είχε μια καλύβα σε ένα νησάκι, κάθισε εκεί καλλιεργούσε το κήπο, είχε κότες για αυγά και κρέας είχε και μερικές κατσίκες για γάλα έφτιαχνε τυρί και έπαψε να μιλάει με τους ανθρώπους... Ψάρευε και αφουγκραζόταν το κόσμο. Όταν ήθελε ανθρώπινη παρουσία κατέβαινε στο καφενείο του χωριού Δευτέρα μεσημεράκι, που φτάναν οι κυριακάτικες εφημερίδες, έβρισκε 2-3 όχι ξεπουλημένες στις γνωστές οικογένειες της Ελλάδας που κάνουν κουμάντο στο τύπο και στα δημόσια έργα και ανεβοκατεβάζουν τις κυβερνήσεις μαριονέτες, και διάβαζε. 

     Είχε φτάσει σε μια κατάσταση που όνειρο και πραγματικότητα είχαν γίνει ένα, μέσα από τη χαραμάδα του Χρόνου που η ασκητική ζωή του και η επαφή με τη φύση και η αϋπνία τον είχε φέρει. Ένιωθε ότι έπεφτε από το χρόνο στο άχρονο, και δεν μίλαγε, τι να πει άλλωστε και σε ποιόν; Για πιο λόγο; Θα έβγαινε τίποτα με τη κουβέντα; Πήρε τις εφημερίδες, πλήρωσε, είχε κατέβει και είχε  πουλήσει σε ένα εστιατόριο τυρί που  είχε φτιάξει μόνος του παραδοσιακά χωρίς μηχανήματα και παπαριές, και έφυγε να πάει πίσω να κάτσει στη δροσιά του αμπελιού και να αγναντέψει τη θάλασσα καπνίζοντας ένα τσιγάρο από καπνό που καλλιεργούσε ο ίδιος στη ζούλα και ξέραινε μιας και πανάκριβα τα τσιγάρα που να αγοράσει, και να διαβάσει τι έγινε στο κόσμο, να μην μείνει με αυτά που νιώθει μόνο...
     
      Και άνοιξε τις εφημερίδες, και είδε τα νεκρά παιδιά στη Γάζα... Φόρτωσε... Έπεσε στα γόνατα και έκλαψε με λυγμούς... Έκλαψε για τα νεκρά παιδιά, έκλαψε για τη κατάντια του νεοέλληνα μαλάκα που χρόνια τώρα ψηφίζει τα ίδια καθίκια, έκλαψε για την απάθεια που διέκρινε γύρω του, έκλαψε για τη μαλακία του lifestyle και των πρωινάδικων που ακόμα καλά κρατεί, έκλαψε για τους χιλιάδες νεκρούς της κρίσης από το 2009 ως σήμερα στην Ελλάδα, έκλαψε για τα παιδιά στην Ελλάδα που παθαίνουν αβιταμίνωση και οι μανάδες τα αφήνουν σε ορφανοτροφεία γιατί δεν έχουν λεφτά να τα ταΐσουν και τα βλέπουν μια ωρίτσα κάθε τέλος της βδομάδας. έκλαψε για τη γυναίκα που πέθανε επειδή της κόψανε το ρεύμα και τη σύνταξη παραπληγική γυναίκα σε μηχανική υποστήριξη σπίτι της, έκλαψε για το νεκρό παιδάκι το χειμώνα που πέθανε από αναθυμιάσεις μαγκαλιού επειδή το πετρέλαιο έγινε τόσο ακριβό που οι κάτοικοι της Ελλάδος το ρίξανε στα καυσόξυλα για να ζεσταθούν λες και είμαστε στη δεκαετία του 1950, έκλαψε για τους κομμένους μισθούς 40% , έκλαψε για τις κομμένες συντάξεις, για την ανεργία που 1,500,000 πολίτες τους έχουν απολύσει, έκλαψε για τη κατάντια του κόσμου και πως η διεθνή κοινότητα δεν καταγγέλλει τη γενοκτονία αθώων ψυχών από το σιωνιστικό φασιστοειδές κατασκεύασμα που κατάντησε το κράτος του Ισραήλ, το κράτος που δημιουργήθηκε με θύματα ενός άλλου φασιστοειδές κατασκευάσματος, του ναζιστικού κράτους της Γερμανίας, σε ένα καράβι μέσα βολοδέρνανε και δεν τους δέχονταν κανείς θύματα του Άουσβιτς και του Νταχάου, πρόσφυγες χωρίς πατρίδα, και να κάνουν τα ίδια σε άλλο λαό; Δεν ντρέπονται; Δεν σέβονται το ίδιο τους το παρελθόν; Τους νεκρούς του Άουσβιτς και του Νταχάου που ουρλιάζουν για την γενοκτονία που απόγονοι τους κάνουν σε αδελφό λαό στην ιερή γη της Ιουδαίας δεν την ακούν; Μια ζωή κατακτημένοι ήταν οι Ιουδαίοι, από την αρχαία Σουμερία την Ουρ, την Αίγυπτο, τη Ρώμη, και τώρα που κάναν κράτος επιτέλους μετά από 2,000 χρόνια να κάνουν γενοκτονία στο τόπο τους; 

      Αυτά σκεφτόταν και έκλαιγε με λυγμούς γονατιστός ικέτης σε αγρύπνια...

Είχε βαρεθεί τους μεσάζοντες, όλα τα παράσιτα πάνω στη πλάτη ανθρώπων, να εκμεταλλεύονται καταστάσεις και να το παίζουν μάγκες από την αρχή του χρόνου μέχρι σήμερα... Αυτά σκεφτόταν και παλινδρομούσε σε συντονισμό με την αθάνατη ψυχή του ανάμεσα στο τώρα και το άχρονο, ανάμεσα στο μικρό καλυβάκι και το άπειρο... 

Ένιωθε τους πολιτισμούς και την ιστορία σε κύματα βουτούσε στο συλλογικό ασυνείδητο και στο χώρο των αρχετύπων και τη βιβλιοθήκη της γνώσης της ανθρωπότητας και του πολιτισμού και έβλεπε την αδικία σε όλο της το μέγεθος. Με το κύμα του γιαλού σε συντονισμό μια στο τώρα, μια στο άχρονο μαι στο τώρα μια στο άχρονο. Μια στη πραγματικότητα που ζούμε όλοι και θνητός, μια ψυχή αθάνατος να νιώθει τα πάντα να γνωρίζει τα πάντα να είναι άχρονος. 

Ποιος ήταν αυτός μέσα στη Πλάση; 

Ένα τίποτα, στο μεγαλείο της πλάσης. Ένας απλός κόκκος άμμου, χωρίς μάτια , μύτη χέρια πόδια ανίκανος να κάνει οτιδήποτε μια μικρή λευκή τελεία ενέργειας σε μια τεράστια παραλία που δε βλέπει τον ήλιο, να φωτιστεί δεν ακούει το αεράκι που φυσάει, δεν μπορεί να αγγίξει τη θάλασσα που έρχεται και φεύγει. Τυφλή, ανάπηρη, παραπληγική, χωρίς μυαλό για σκέψη, χωρίς τίποτα... Μια μικρή λευκή τελεία ενέργειας...

Με το κύμα συγχρονισμένος κοίταζε γονατιστός κλαίγοντας με λυγμούς και κοιτάζοντας ένα κόκκο άμμου σκυφτός ικέτης. πως έσκαγε μπροστά του το κύμα και τον έβρεχε έμπαινε στο άχρονο γινόταν καθαρό φως αθάνατη ψυχή. Όπως έφευγε από πάνω του το κύμα, γινόταν άνθρωπος σκυφτός γονατιστός θνητός στο τώρα. Γινόταν ακόμα πιο μικρός, γινόταν μια κουκκίδα άμμου, γινόταν το μικρότερο σωματίδιο ύλης, γινόταν κύμα ενέργεια, γινόταν ένα φωτόνιο, στατικό, ένα φωτόνιο που δεν ταξίδευε με τη τη ταχύτητα του φωτός και μηδενική μάζα, το τίποτα που είχε συγκεντρωθεί γινόταν ξαφνικά ακίνητο και όλη η μάζα του συγκεντρωμένη από το ταξίδι σε όλο το σύμπαν μέχρι να φτάσει από την αρχική μεγάλη έκρηξη της γέννησης του σύμπαντος μπροστά του και να γίνει ένας κόκκος άμμου γινόταν το σύμπαν και αυτός μέσα στη ταύτιση της ταπεινότητας του, μέσα από τους λυγμούς για το πόνο και τις αδικίες στης ζωής, όχι των δικών του προσωπικών αδιεξόδων αλλά με τα γενικά αδιέξοδα της εποχής που ζούσε στο τώρα την εκμετάλλευση των φτωχών και καταφρονεμένων την εργασία με νομοθετική ρύθμιση παιδικής εργασίας στη Βολιβία, τον καημό των εργατριών σκλάβων στη Κίνα που γράφανε στο πίσω μέρος των ετικετών που έραβαν στα ρούχα που κατασκεύαζαν για τη Δύση βοήθεια σώστε μας είμαστε σκλάβες, θυμήθηκε τους σκλάβους της Μανωλάδας, θύματα εργοδοτών, που όχι μόνο δεν τους πλήρωσαν τα ψίχουλα που είχαν συμφωνήσει αλλά σε κλίμα τρομοκρατίας σκότωσαν μερικούς και απειλούσαν υπόλοιπους...

Τις καθαρίστριες που απολύσανε από το υπουργείο Οικονομικών για να κάνουν οικονομία ενώ χάριζαν δις στα αφεντικά τους, με νομοθετικές ρυθμίσεις μέσα στο καλοκαίρι στα μουλωχτά... 

Έκλαιγε με λυγμούς για το ξεπούλημα των δασών των αιγιαλών, ακόμα και ιστορικά μέρη βάλανε προς πώληση οι κανάγιες τις Θερμοπύλες και τα δάση υπό τη προστασία διεθνών οργανισμών. Δεν είναι δικά σας η Ελλάδα να τη ξεπουλάτε λαμόγια, σκεφτόταν, ανήκουν σε όλους τους Έλληνες το αίμα των προγόνων μας τραγουδάει στις φλέβες μας ο αρχαίος θεός του πολέμου ο Ιχώρ έχει λυσσάξει με την ιεροσυλία. Αυτό το τόπο τον προστάτευσαν από ξένο κατακτητή από την αρχαιότητα, με νύχια και με δόντια, και διώχναν τον ξένο κατακτητή. να απλό πολεμιστή ακόμα τον αναφέρουν 2,500 χιλιάδες μετά, κυνήγησε τους Πέρσες και εκείνοι κιότεψαν και τρέχαν στα καράβια τους να φύγουν και κρατούσε το καράβι με τα χέρια, και φώναζε στους συντρόφους του να τρέξουν να σκοτώσουν τους εχθρούς και όταν του έκοψαν τα χέρια αντί να κάνει πίσω κράτησε το πλοίο με τα δόντια να προλάβουν οι συμπολεμιστές του να σκοτώσουν τον εχθρό και σεις χαρίζετε την κληρονομιά μας; Με πιο δικαίωμα; Συμφωνήσαν οι Έλληνες; Κάνατε κανένα δημοψήφισμα πριν αποφασίστε νυχτιάτικα χωρίς πλειοψηφία το διαμελισμό της ΔΕΗ και το χάρισμα της στους ξένους;    

Βαρέθηκε να κλαίει... 
Ολοκληρώθηκε η μεταμόρφωση του, σαν χρυσαλλίδα έγινε ένα με τη ψυχή του, βγήκε από το τώρα και μπήκε στο άχρονο σταθερά, αθάνατη ψυχή φως και σηκώθηκε από την άμμο. Η πρώτη του κίνηση ήταν να κοιτάξει γύρω του το πλανήτη. Είδε την αδικία, είδε την εκμετάλλευση είδε το λειψό και ζαβό του κόσμου. Και κοίταξε χαμηλά, είδε τη γη πληγωμένη να γυρίζει, με το κορμί της κομμάτια από τον άνθρωπο που αντί να ζει αρμονικά σαν παιδί της, πήρε φόρα και θεώρησε τη μάνα του περιουσία, ανακάλυψε το χρήμα και άρχισε να κοροϊδεύει ο ένας τον άλλο με την επίφαση του κέρδους. Δεν έχει καταλάβει το απλό, ότι η ανθρωπότητα ανήκει στη γη και όχι το ανάποδο. Ο άνθρωπός κάτοικος είναι του κήπου της Εδέμ που είναι ο πλανήτης γη, αντί να ζει αρμονικά στο κήπο, πήρε φόρα και τον ξέσκισε με τις μαλακίες του.  Χάιδεψε τη γη και συντόνισε την αθάνατη καρδιά της ψυχής του, στο άχρονο πάντα μαζί της, δίνοντας παλμό και δύναμη στη μάνα όλων μας.

Αφού τίμησε τη μάνα του, αθάνατος στο άχρονο, τι πιο φυσικό κοίταξε ψηλά ψάχνοντας το πατέρα του... Γεμάτος ο ουρανός παρατηρητές, από άλλους κόσμους που χάζευαν τα δρώμενα σαν εκπομπή σαπουνόπερας κακής ποιότητας του πρώην μουσικού καναλιού της γης. Δεν έβγαζε άκρη, καθώς φόρτιζε η ψυχή του η αθάνατη ενέργεια ενωμένη με τη πλάση...

Έφυγε από τη παραλία και πήγε στη καλύβα του, κοίταξε το ρολόι του, γύριζε τρελά τη μια την άλλη ήταν σταματημένο. Έβγαλε τα σανδάλια του και πάτησε στη γη. Δεν ήταν πια στη σκέψη του χωμένος, γειώθηκε. Ένιωσε την οργή του να ξεχειλίζει συνδεδεμένος με το συλλογικό ασυνείδητο είχε πρόσβαση στην ανθρώπινη γνώση με απευθείας ταχύτητες χωρίς διαφημιστικά σποτάκια και ψέματα. Καθαρή γνώση με ήχο εικόνα και με άμεση πρόσβαση στη θέση του ήρωα που επέλεγες να παρακολουθήσεις, όχι μόνο οπτικά ή ακουστικά, αλλά γινόταν ο άνθρωπος τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που  παρακολουθούσε και γευόταν οσφραινόταν έβλεπε τη σκέψη του και πως έφτασε στο σημείο να δημιουργήσει ότι έκανε. Ήταν αυτός. Γέλασε με το σύγχρονο άνθρωπο και τη χρήση τεχνολογάς που χρειαζόταν για να πετύχει ένα φτηνό αντίτυπο του συλλογικού ασυνειδήτου και να το έχει γεμάτο πορνό και διαφημίσεις επί πληρωμή... Τι χαμένος χρόνος... Οι άνθρωποι από την αρχή του χρόνου είχαν πρόσβαση στο συλλογικό ασυνείδητο όπως όλα τα όντα και όλα τα "πράγματα" κατά τον άνθρωπο, που δεν είναι"πράγματα" αλλά μορφές ενέργειας και εν ζωή. Τεχνολογία αντί για εσωτερική πειθαρχία και αυτοέλεγχο... 

Δεν μπήκε όμως στο συλλογικό ασυνείδητο για να σερφάρει, αλλά να ψάξει τις πηγές, τι πήγε στραβά να γεμίσει με γνώση, να θυμηθεί ότι η ζωή τον έκανε να ξεχάσει, και ο πόνος και ο καημός και η καθαρότητα της ψυχής του τον οδήγησε να ανακαλύψει. Με τα πόδια στη γη κοιτάζοντας την ανατολή με το αριστερό χέρι να νιώθει τον άνεμο και το δεξί να μαζεύει το φως συντονίστηκε στο αρχαίο τελετουργικό των τεσσάρων στοιχείων της φύσης. 

Τη στιγμή που πήρε θέση, σηκώθηκε άνεμος και κύλισε προς το αριστερό του χέρι, ο αέρας, η πνοή όλων των πραγμάτων έκανε πρώτος αισθητή τη παρουσία του στον φωτισμένο. Όλες οι ψυχές των νεκρών με αυτό τον αέρα δίναν το πνεύμα τους, τη ψυχή τους, τις εμπειρίες τους στον φωτισμένο. Άρχισε να φορτίζεται ο φωτισμένος με αέρα.

Σήκωσε το δεύτερο χέρι και άνοιξαν τα σύννεφα και φάνηκε ο ήλιος... Στο δεξί του χέρι έπεσε το φως και φωτίστηκε η πλάση όλη. όλοι δημιουργικοί άνθρωποι του πλανήτη εν ζωή και νεκροί του έδωσαν το φως τους αναγνωρίζοντας το δημιουργό που σηκώθηκε να βάλει τη πλάση σε τάξη. Άρχισε να φορτίζεται ο φωτισμένος με φως.

Ένιωσε τη μάνα γη, που πατούσε γερά και η μητέρα όλων μας η φύση του έδωσε τη πολυποικιλότητα και τη διαφορετικότητα, και του έδειξε τι κάνει η τυποποίηση και τι έκανε ο άνθρωπος με τα μεταλλαγμένα, πως σκότωσε τις μέλισσες με τα ζιζανιοκτόνα εντός των φυτών, πως έφτασε όλη η πλάση στο παρά πέντε... Ενώ φορτιζόταν με γη θυμήθηκε το περιοδικό Παρά Πέντε που διάβαζε πιτσιρικάς και χαμογέλασε...

Μόλις χαμογέλασε ντάλα ζέστη κατακαλόκαιρο 25 Ιούλη του 2014, άνοιξαν οι ουρανοί και έπεσε βροχή. Χωρίς βροχή δεν έχουμε τίποτα.... Το συλλογικό ασυνείδητο αυτούσιο τον βάφτισε και του έδωσε όλη τη γνώση της ανθρωπότητας, του πλανήτη γη, της δημιουργίας αυτούσια καθαρή δική του. Δώρο εξ ουρανού, από σκυφτό σε πόνο και οδύνη τον έκανε άνω θρώσκων, έγινε επιτέλους άνθρωπος. 

 Το τελετουργικό είναι γνωστό σε όλους, αλλά δεν δουλεύει για κανένα γιατί λείπει το πέμπτο στοιχείο, που δεν αναφέρει καμία γραφή πρέπει να το ανακαλύψει μόνος του ο καθένας, δεν είναι έτοιμη τροφή , είναι δώρο που πρέπει να κερδηθεί και τηρώντας τις αρχαίες ελληνικές παραδόσεις δεν θα το αναφέρω, απλά θα πω ότι αυτό το πέμπτο στοιχείο πρέπει να το δώσει ο άνθρωπος πριν λάβει οποιοδήποτε δώρο. Η ζωή δεν είναι πάρε δώσε, όπως νομίζουν αρκετοί, νταραβερακι και πως να κονομήσουμε. Η ζωή είναι δούναι και λαβείν, πρέπει πρώτα να δώσεις όλο σου το είναι, τη ψυχή σου, το σώμα σου, τη ζωή σου ότι έχεις και δεν έχεις σε αυτό που αγαπάς για να πάρεις ότι σου δοθεί...

Και πριν ορισθεί το τέλος του τελετουργικού και η φόρτιση του φωτισμένου, έδωσε όλη τη ψυχή του τη ζωή του το είναι του πίσω στο δημιουργό, με μια κραυγή η ψυχή του βγήκε από το σώμα του μέσα από τον αφαλό του και ελεύθερη πετούσε φοίνικας, αθάνατο πουλί πάνω από το σώμα του και έψαχνε για το πατέρα του που ακόμα δεν είχε βρει. Ο ουρανός ακόμα γεμάτος από μεσάζοντες και φωνές να προσπαθήσουν να του μιλήσουν να ζητήσουν βοήθεια να τον αγγίξουν να κλέψουν ότι μπορούν από αυτόν να τον χρησιμοποιήσουν να τον πουλήσουν να τον κερδίσουν να τον ταπεινώσουν να τον μισήσουν να τον σκοτώσουν. Τίποτα δεν τον άγγιζε, είχε καθαρή ψυχή και δεν έδινε σημασία στις Ερινύες στους πειρασμούς σε ανθρώπους γεμάτους μίσος και πάθη. στους ταπεινούς τους αμίλητους τους καταφρονεμένους, στης γης τους κολασμένους που λέει και το τραγούδι νεκρούς και ζωντανούς θα κόλλαγε' αλλά εκείνοι ήξεραν και δεν μιλούσαν μόνο περίμεναν...

Η οργή του τεράστια, προς το Πατέρα, πως τόλμησε να αφήσει έτσι το κόσμο; Πως το έκανε αυτό; Σπέρνεις και δεν έχεις καμία ευθύνη μετά; Ένα γαμήσι και γεια σου; Με ιερή οργή χιλιάδων νεκρών και ζωντανών, με την οργή όλων των άθεων που βλέπανε το κόσμο και λέγανε δεν υπάρχει θεός, με την οργή των νεκρών αγωνιστών της ελευθερίας και της δημοκρατίας των δικαιωμάτων των ανθρώπων, των δικαιωμάτων των ζώων, των κομουνιστών που πέθαναν για τις ιδέες τους και για να υπάρξει δικαιοσύνη στη γη και να μην πεινάει ο κοσμάκης και να ψάχνει στα σκουπίδια να φάει, με την οργή των άστεγων, των άνεργων, των αδικημένων νεκρών και ζωντανών φορτιζόταν η ψυχή του , ο φοίνικας ενώ πετούσε ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Το σώμα του, αρχαίο ελληνικό άγαλμα γυμνό,  στεκόταν περήφανο , με τα χέρια ανοικτά όπως ορίζει το τελετουργικό και έχει αποτυπώσει και ο Λεονάρντο Ντα βίτσι.  

Μαγική εικόνα, βροχή. ανατολή μέσα από τα σύννεφα να περνάει φως και να αγγίζει το δεξί χέρι του φωτισμένου νέου, στο αριστερό να φυσάει αιγαιοπελαγίτικο μελτέμι, ήρθαν νωρίς φέτος, να έχει σκοτεινιάσει ο ουρανός,  να αστράφτει και να βροντάει, η θάλασσα να λυσσομανά από την οργή της ανθρωπότητας κατά της αδικίας, και ψυχές μωρών σκοτωμένων από τη Γάζα να κατεβαίνουν αθώες σαν φως φρέσκες-φρέσκες στο χέρι του το δεξί, στο αριστερό ψυχές νεκρών δημιουργών και αγωνιστών, μορφών της τέχνης και λογοτεχνίας και ποίησης και ζωγραφικής και γλυπτικής και κινηματογράφου, όλος ο πολιτισμός να ξετυλίγεται και να του δίνει πνοή από τη πνοή του, τα 'πνεύματα'- παρατηρητές να μην καταλαβαίνουν τι γίνεται απλά να παρατηρούν και να γελάνε, Αθάνατοι από άλλους κήπους, αργόσχολοι, ματάκηδες, που δεν σήκωσαν το χέρι να βοηθήσουν ποτέ ένα άνθρωπο μόνο έβαζαν τρικλοποδιές και σκότωναν όποιον τολμούσε να σηκώσει κεφάλι, στο όνομα θρησκειών, ιδεολογιών, συμφερόντων, απλά γιατί δεν είχαν σώμα , μόνο έκαναν πνεύμα, πειραχτήρια , τρολάκια και όλο οι μαλάκες μαζεμένοι που δεν σήκωσαν το μικρό τους δαχτυλάκι να βοηθήσουν τον άνθρωπο, το πλανήτη, το σύμπαν όλο, από πάνω να παρατηρούν απλά σαν θεατές χωρίς να μπορούν να παρέμβουν, θέλανε αλλά είχαν φιμωθεί και δεν μπορούσαν από τον ίδιο τον άνθρωπο που σηκωνόταν από ραγιάς, να γίνει άνω θρώσκων και έπαιρνε πίσω όλα τα κλεμμένα από τα λαμόγια και τα έφερνε στη ζωή μαζί του.

Ένιωσε τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια του, αυτό δεν το περίμενε, ακόμα και οι θεοί του τόπου, οι ντόπιοι οι γήινοι που έγιναν θεότητες απλά για την αγάπη τους για τον άνθρωπο και τη προσφορά τους στο κοινό καλό, όλοι αυτοί που λέει ο λαός αγιάσαν για το καλό που κάνανε, μαζί του ήταν. 

Και ξαφνικά με όλη τη πλάση θεατή ο φοίνικας το αθάνατο πουλί από το άχρονο και το άφθαρτο και το αιώνιο, μαζί με ότι είχε μαζευτεί, βουτάει, σαν ψυχή και μπαίνει μέσα από τον αφαλό του στο φωτισμένο νέο, Και γίνεται η σύνδεση του άχρονου με το χρονικό, και γίνεται η θέωση του σώματος, και ο φωτισμένος νέος συμπληρώνει το τελετουργικό και συνεχίζει να στέκεται γυρίζοντας με τον ήλιο ενώ η μέρα περνάει, στρεφόμενος από ανατολικά, πρώτα αριστερά, στη πνοή, με σεβασμό στο συναίσθημα και τους νεκρούς προγόνους, μετά δεξιά, στο φως της ανθρωπότητας που ακολουθεί το δεξί του χέρι όπου το κινεί, μετά στρέφεται κάτω τιμώντας τη μάνα γη, και τρέμοντας στη δύση πια, τρεις μέρες όρθιος με τη φύση να του δίνει ενεργεία και νερό ο Πατέρας συμπληρώθηκε το τελετουργικό.

Η οργή δεν είχε φύγει ο γιος του ανθρώπου έψαχνε τον θεό τον πατέρα του, βαρέθηκε μεσάζοντες και όλη τη φασαρία. Βγάζει κραυγή με τη ψυχή και εξαφανίζονται όλοι οι παρατρεχάμενοι, φεύγουν από τη μέση όλα τα λαμόγια, και φτάνει στη πηγή στο πρώτο φως που υπάρχει μέσα σε όλα, φτάνει στο άχρονο ενώ είναι στο τώρα, και η  σύνδεση του μακρόκοσμου με το μικρόκοσμο είναι επιτυχής.

Βγάζει φωνή πατέρααααααααααααααααααααα που είσαι και άφησες έτσι το κόσμο; 

Δε ντρέπεσαι;
Δεν αισχύνεσαι;
Δεν έχεις συμπόνια; 
Δεν έχεις καρδιά; 
Δεν έχεις αγάπη για τη πλάση που έφτιαξες με τη γυναίκα σου;   

Έχουν ξεκουμπιστεί όλοι, είναι αθάνατος σε σώμα θνητό ψυχή καθάρια σε σύνδεση με τη πλάση.

Βρίσκει το πατέρα, το πρώτο φως, τη πρώτη σπίθα μες στο σκοτάδι, που γέννησε τα πάντα μες στην αρχέγονη μήτρα, και βλέπει. 

Βλέπει ότι είναι αυτός ο ίδιος, ένας απλός άνθρωπος, σκυφτός που άραξε σε μια παραλία και δεν έκανε τίποτα, που δε ψήφιζε, που ήταν κομμάτι του συστήματος, γραναζάκι ανενεργό, που έκανε το παιχνίδι της άρχουσας τάξης με τη σιωπή του, που έχασε το κόσμο με την αδράνεια του, που ξεφτιλίζεται καθημερινά επειδή ανέχεται να τον κυβερνούν απατεώνες αντί να απαιτήσει τα δικαιώματα του, φταίει πρώτα από όλα αυτός, και κανείς άλλος, γιατί επέτρεψε στο χρήμα να τον καθορίζει και να τον κυβερνάει, και πέφτει ξανά κάτω στη δύση αυτή τη φορά και ζητάει συγχώρεση κλαίγοντας, για τη στάση ζωής του, επειδή δεν έκανε τίποτα, επειδή τον έφαγαν οι μικρότητες και η μιζέρια, επειδή δεν συνεργάστηκε για μικροκομματικά συμφέροντα, επειδή έβαλε τη πάρτη του πάνω από το κοινό καλό, επειδή ήταν κούφια λόγια και  πράξη μηδέν. Επειδή ήταν μαλάκας νεοέλληνας και πίστεψε το Πάγκαλο και κάθε λαμόγιο που του είπε, μαζί τα φάγαμε, αντί να τους σουτάρει στη φυλακή...

Η θέωση του νέου φωτισμένου ανθρώπου έγινε, καιρός η κοινωνία να ελευθερωθεί, όσο για το φωτισμένο νέο, κοιμάται δακρυσμένος στη παραλία του.  

Αυτό το κέρδισε, εμείς τι κάνουμε μες στα σκοτάδια...

Αφιερωμένο στις καθαρίστριες που αγωνίζονται ακόμα και σε όλους όσους αγωνίζονται να πέσει η χούντα σε αυτό το τόπο και σε όλο το κόσμο γενικά. 

      Αυτά σκεφτόταν και έκλαιγε με λυγμούς γονατιστός ικέτης σε αγρύπνια...

Είχε βαρεθεί τους μεσάζοντες, όλα τα παράσιτα πάνω στη πλάτη ανθρώπων, να εκμεταλλεύονται καταστάσεις και να το παίζουν μάγκες από την αρχή του χρόνου μέχρι σήμερα... Αυτά σκεφτόταν και παλινδρομούσε σε συντονισμό με την αθάνατη ψυχή του ανάμεσα στο τώρα και το άχρονο, ανάμεσα στο μικρό καλυβάκι και το άπειρο... 

Ένιωθε τους πολιτισμούς και την ιστορία σε κύματα βουτούσε στο συλλογικό ασυνείδητο και στο χώρο των αρχετύπων και τη βιβλιοθήκη της γνώσης της ανθρωπότητας και του πολιτισμού και έβλεπε την αδικία σε όλο της το μέγεθος. Με το κύμα του γιαλού σε συντονισμό μια στο τώρα, μια στο άχρονο μαι στο τώρα μια στο άχρονο. Μια στη πραγματικότητα που ζούμε όλοι και θνητός, μια ψυχή αθάνατος να νιώθει τα πάντα να γνωρίζει τα πάντα να είναι άχρονος. 

Ποιος ήταν αυτός μέσα στη Πλάση; 

Ένα τίποτα, στο μεγαλείο της πλάσης. Ένας απλός κόκκος άμμου, χωρίς μάτια , μύτη χέρια πόδια ανίκανος να κάνει οτιδήποτε μια μικρή λευκή τελεία ενέργειας σε μια τεράστια παραλία που δε βλέπει τον ήλιο, να φωτιστεί δεν ακούει το αεράκι που φυσάει, δεν μπορεί να αγγίξει τη θάλασσα που έρχεται και φεύγει. Τυφλή, ανάπηρη, παραπληγική, χωρίς μυαλό για σκέψη, χωρίς τίποτα... Μια μικρή λευκή τελεία ενέργειας...

Με το κύμα συγχρονισμένος κοίταζε γονατιστός κλαίγοντας με λυγμούς και κοιτάζοντας ένα κόκκο άμμου σκυφτός ικέτης. πως έσκαγε μπροστά του το κύμα και τον έβρεχε έμπαινε στο άχρονο γινόταν καθαρό φως αθάνατη ψυχή. Όπως έφευγε από πάνω του το κύμα, γινόταν άνθρωπος σκυφτός γονατιστός θνητός στο τώρα. Γινόταν ακόμα πιο μικρός, γινόταν μια κουκκίδα άμμου, γινόταν το μικρότερο σωματίδιο ύλης, γινόταν κύμα ενέργεια, γινόταν ένα φωτόνιο, στατικό, ένα φωτόνιο που δεν ταξίδευε με τη τη ταχύτητα του φωτός και μηδενική μάζα, το τίποτα που είχε συγκεντρωθεί γινόταν ξαφνικά ακίνητο και όλη η μάζα του συγκεντρωμένη από το ταξίδι σε όλο το σύμπαν μέχρι να φτάσει από την αρχική μεγάλη έκρηξη της γέννησης του σύμπαντος μπροστά του και να γίνει ένας κόκκος άμμου γινόταν το σύμπαν και αυτός μέσα στη ταύτιση της ταπεινότητας του, μέσα από τους λυγμούς για το πόνο και τις αδικίες στης ζωής, όχι των δικών του προσωπικών αδιεξόδων αλλά με τα γενικά αδιέξοδα της εποχής που ζούσε στο τώρα την εκμετάλλευση των φτωχών και καταφρονεμένων την εργασία με νομοθετική ρύθμιση παιδικής εργασίας στη Βολιβία, τον καημό των εργατριών σκλάβων στη Κίνα που γράφανε στο πίσω μέρος των ετικετών που έραβαν στα ρούχα που κατασκεύαζαν για τη Δύση βοήθεια σώστε μας είμαστε σκλάβες, θυμήθηκε τους σκλάβους της Μανωλάδας, θύματα εργοδοτών, που όχι μόνο δεν τους πλήρωσαν τα ψίχουλα που είχαν συμφωνήσει αλλά σε κλίμα τρομοκρατίας σκότωσαν μερικούς και απειλούσαν υπόλοιπους...

Τις καθαρίστριες που απολύσανε από το υπουργείο Οικονομικών για να κάνουν οικονομία ενώ χάριζαν δις στα αφεντικά τους, με νομοθετικές ρυθμίσεις μέσα στο καλοκαίρι στα μουλωχτά... 

Έκλαιγε με λυγμούς για το ξεπούλημα των δασών των αιγιαλών, ακόμα και ιστορικά μέρη βάλανε προς πώληση οι κανάγιες τις Θερμοπύλες και τα δάση υπό τη προστασία διεθνών οργανισμών. Δεν είναι δικά σας η Ελλάδα να τη ξεπουλάτε λαμόγια, σκεφτόταν, ανήκουν σε όλους τους Έλληνες το αίμα των προγόνων μας τραγουδάει στις φλέβες μας ο αρχαίος θεός του πολέμου ο Ιχώρ έχει λυσσάξει με την ιεροσυλία. Αυτό το τόπο τον προστάτευσαν από ξένο κατακτητή από την αρχαιότητα, με νύχια και με δόντια, και διώχναν τον ξένο κατακτητή. να απλό πολεμιστή ακόμα τον αναφέρουν 2,500 χιλιάδες μετά, κυνήγησε τους Πέρσες και εκείνοι κιότεψαν και τρέχαν στα καράβια τους να φύγουν και κρατούσε το καράβι με τα χέρια, και φώναζε στους συντρόφους του να τρέξουν να σκοτώσουν τους εχθρούς και όταν του έκοψαν τα χέρια αντί να κάνει πίσω κράτησε το πλοίο με τα δόντια να προλάβουν οι συμπολεμιστές του να σκοτώσουν τον εχθρό και σεις χαρίζετε την κληρονομιά μας; Με πιο δικαίωμα; Συμφωνήσαν οι Έλληνες; Κάνατε κανένα δημοψήφισμα πριν αποφασίστε νυχτιάτικα χωρίς πλειοψηφία το διαμελισμό της ΔΕΗ και το χάρισμα της στους ξένους;    

Βαρέθηκε να κλαίει... 
Ολοκληρώθηκε η μεταμόρφωση του, σαν χρυσαλλίδα έγινε ένα με τη ψυχή του, βγήκε από το τώρα και μπήκε στο άχρονο σταθερά, αθάνατη ψυχή φως και σηκώθηκε από την άμμο. Η πρώτη του κίνηση ήταν να κοιτάξει γύρω του το πλανήτη. Είδε την αδικία, είδε την εκμετάλλευση είδε το λειψό και ζαβό του κόσμου. Και κοίταξε χαμηλά, είδε τη γη πληγωμένη να γυρίζει, με το κορμί της κομμάτια από τον άνθρωπο που αντί να ζει αρμονικά σαν παιδί της, πήρε φόρα και θεώρησε τη μάνα του περιουσία, ανακάλυψε το χρήμα και άρχισε να κοροϊδεύει ο ένας τον άλλο με την επίφαση του κέρδους. Δεν έχει καταλάβει το απλό, ότι η ανθρωπότητα ανήκει στη γη και όχι το ανάποδο. Ο άνθρωπός κάτοικος είναι του κήπου της Εδέμ που είναι ο πλανήτης γη, αντί να ζει αρμονικά στο κήπο, πήρε φόρα και τον ξέσκισε με τις μαλακίες του.  Χάιδεψε τη γη και συντόνισε την αθάνατη καρδιά της ψυχής του, στο άχρονο πάντα μαζί της, δίνοντας παλμό και δύναμη στη μάνα όλων μας.

Αφού τίμησε τη μάνα του, αθάνατος στο άχρονο, τι πιο φυσικό κοίταξε ψηλά ψάχνοντας το πατέρα του... Γεμάτος ο ουρανός παρατηρητές, από άλλους κόσμους που χάζευαν τα δρώμενα σαν εκπομπή σαπουνόπερας κακής ποιότητας του πρώην μουσικού καναλιού της γης. Δεν έβγαζε άκρη, καθώς φόρτιζε η ψυχή του η αθάνατη ενέργεια ενωμένη με τη πλάση...

Έφυγε από τη παραλία και πήγε στη καλύβα του, κοίταξε το ρολόι του, γύριζε τρελά τη μια την άλλη ήταν σταματημένο. Έβγαλε τα σανδάλια του και πάτησε στη γη. Δεν ήταν πια στη σκέψη του χωμένος, γειώθηκε. Ένιωσε την οργή του να ξεχειλίζει συνδεδεμένος με το συλλογικό ασυνείδητο είχε πρόσβαση στην ανθρώπινη γνώση με απευθείας ταχύτητες χωρίς διαφημιστικά σποτάκια και ψέματα. Καθαρή γνώση με ήχο εικόνα και με άμεση πρόσβαση στη θέση του ήρωα που επέλεγες να παρακολουθήσεις, όχι μόνο οπτικά ή ακουστικά, αλλά γινόταν ο άνθρωπος τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που  παρακολουθούσε και γευόταν οσφραινόταν έβλεπε τη σκέψη του και πως έφτασε στο σημείο να δημιουργήσει ότι έκανε. Ήταν αυτός. Γέλασε με το σύγχρονο άνθρωπο και τη χρήση τεχνολογάς που χρειαζόταν για να πετύχει ένα φτηνό αντίτυπο του συλλογικού ασυνειδήτου και να το έχει γεμάτο πορνό και διαφημίσεις επί πληρωμή... Τι χαμένος χρόνος... Οι άνθρωποι από την αρχή του χρόνου είχαν πρόσβαση στο συλλογικό ασυνείδητο όπως όλα τα όντα και όλα τα "πράγματα" κατά τον άνθρωπο, που δεν είναι"πράγματα" αλλά μορφές ενέργειας και εν ζωή. Τεχνολογία αντί για εσωτερική πειθαρχία και αυτοέλεγχο... 

Δεν μπήκε όμως στο συλλογικό ασυνείδητο για να σερφάρει, αλλά να ψάξει τις πηγές, τι πήγε στραβά να γεμίσει με γνώση, να θυμηθεί ότι η ζωή τον έκανε να ξεχάσει, και ο πόνος και ο καημός και η καθαρότητα της ψυχής του τον οδήγησε να ανακαλύψει. Με τα πόδια στη γη κοιτάζοντας την ανατολή με το αριστερό χέρι να νιώθει τον άνεμο και το δεξί να μαζεύει το φως συντονίστηκε στο αρχαίο τελετουργικό των τεσσάρων στοιχείων της φύσης. 

Τη στιγμή που πήρε θέση, σηκώθηκε άνεμος και κύλισε προς το αριστερό του χέρι, ο αέρας, η πνοή όλων των πραγμάτων έκανε πρώτος αισθητή τη παρουσία του στον φωτισμένο. Όλες οι ψυχές των νεκρών με αυτό τον αέρα δίναν το πνεύμα τους, τη ψυχή τους, τις εμπειρίες τους στον φωτισμένο. Άρχισε να φορτίζεται ο φωτισμένος με αέρα.

Σήκωσε το δεύτερο χέρι και άνοιξαν τα σύννεφα και φάνηκε ο ήλιος... Στο δεξί του χέρι έπεσε το φως και φωτίστηκε η πλάση όλη. όλοι δημιουργικοί άνθρωποι του πλανήτη εν ζωή και νεκροί του έδωσαν το φως τους αναγνωρίζοντας το δημιουργό που σηκώθηκε να βάλει τη πλάση σε τάξη. Άρχισε να φορτίζεται ο φωτισμένος με φως.

Ένιωσε τη μάνα γη, που πατούσε γερά και η μητέρα όλων μας η φύση του έδωσε τη πολυποικιλότητα και τη διαφορετικότητα, και του έδειξε τι κάνει η τυποποίηση και τι έκανε ο άνθρωπος με τα μεταλλαγμένα, πως σκότωσε τις μέλισσες με τα ζιζανιοκτόνα εντός των φυτών, πως έφτασε όλη η πλάση στο παρά πέντε... Ενώ φορτιζόταν με γη θυμήθηκε το περιοδικό Παρά Πέντε που διάβαζε πιτσιρικάς και χαμογέλασε...

Μόλις χαμογέλασε ντάλα ζέστη κατακαλόκαιρο 25 Ιούλη του 2014, άνοιξαν οι ουρανοί και έπεσε βροχή. Χωρίς βροχή δεν έχουμε τίποτα.... Το συλλογικό ασυνείδητο αυτούσιο τον βάφτισε και του έδωσε όλη τη γνώση της ανθρωπότητας, του πλανήτη γη, της δημιουργίας αυτούσια καθαρή δική του. Δώρο εξ ουρανού, από σκυφτό σε πόνο και οδύνη τον έκανε άνω θρώσκων, έγινε επιτέλους άνθρωπος. 

 Το τελετουργικό είναι γνωστό σε όλους, αλλά δεν δουλεύει για κανένα γιατί λείπει το πέμπτο στοιχείο, που δεν αναφέρει καμία γραφή πρέπει να το ανακαλύψει μόνος του ο καθένας, δεν είναι έτοιμη τροφή , είναι δώρο που πρέπει να κερδηθεί και τηρώντας τις αρχαίες ελληνικές παραδόσεις δεν θα το αναφέρω, απλά θα πω ότι αυτό το πέμπτο στοιχείο πρέπει να το δώσει ο άνθρωπος πριν λάβει οποιοδήποτε δώρο. Η ζωή δεν είναι πάρε δώσε, όπως νομίζουν αρκετοί, νταραβερακι και πως να κονομήσουμε. Η ζωή είναι δούναι και λαβείν, πρέπει πρώτα να δώσεις όλο σου το είναι, τη ψυχή σου, το σώμα σου, τη ζωή σου ότι έχεις και δεν έχεις σε αυτό που αγαπάς για να πάρεις ότι σου δοθεί...

Και πριν ορισθεί το τέλος του τελετουργικού και η φόρτιση του φωτισμένου, έδωσε όλη τη ψυχή του τη ζωή του το είναι του πίσω στο δημιουργό, με μια κραυγή η ψυχή του βγήκε από το σώμα του μέσα από τον αφαλό του και ελεύθερη πετούσε φοίνικας, αθάνατο πουλί πάνω από το σώμα του και έψαχνε για το πατέρα του που ακόμα δεν είχε βρει. Ο ουρανός ακόμα γεμάτος από μεσάζοντες και φωνές να προσπαθήσουν να του μιλήσουν να ζητήσουν βοήθεια να τον αγγίξουν να κλέψουν ότι μπορούν από αυτόν να τον χρησιμοποιήσουν να τον πουλήσουν να τον κερδίσουν να τον ταπεινώσουν να τον μισήσουν να τον σκοτώσουν. Τίποτα δεν τον άγγιζε, είχε καθαρή ψυχή και δεν έδινε σημασία στις Ερινύες στους πειρασμούς σε ανθρώπους γεμάτους μίσος και πάθη. στους ταπεινούς τους αμίλητους τους καταφρονεμένους, στης γης τους κολασμένους που λέει και το τραγούδι νεκρούς και ζωντανούς θα κόλλαγε' αλλά εκείνοι ήξεραν και δεν μιλούσαν μόνο περίμεναν...

Η οργή του τεράστια, προς το Πατέρα, πως τόλμησε να αφήσει έτσι το κόσμο; Πως το έκανε αυτό; Σπέρνεις και δεν έχεις καμία ευθύνη μετά; Ένα γαμήσι και γεια σου; Με ιερή οργή χιλιάδων νεκρών και ζωντανών, με την οργή όλων των άθεων που βλέπανε το κόσμο και λέγανε δεν υπάρχει θεός, με την οργή των νεκρών αγωνιστών της ελευθερίας και της δημοκρατίας των δικαιωμάτων των ανθρώπων, των δικαιωμάτων των ζώων, των κομουνιστών που πέθαναν για τις ιδέες τους και για να υπάρξει δικαιοσύνη στη γη και να μην πεινάει ο κοσμάκης και να ψάχνει στα σκουπίδια να φάει, με την οργή των άστεγων, των άνεργων, των αδικημένων νεκρών και ζωντανών φορτιζόταν η ψυχή του , ο φοίνικας ενώ πετούσε ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Το σώμα του, αρχαίο ελληνικό άγαλμα γυμνό,  στεκόταν περήφανο , με τα χέρια ανοικτά όπως ορίζει το τελετουργικό και έχει αποτυπώσει και ο Λεονάρντο Ντα βίτσι.  

Μαγική εικόνα, βροχή. ανατολή μέσα από τα σύννεφα να περνάει φως και να αγγίζει το δεξί χέρι του φωτισμένου νέου, στο αριστερό να φυσάει αιγαιοπελαγίτικο μελτέμι, ήρθαν νωρίς φέτος, να έχει σκοτεινιάσει ο ουρανός,  να αστράφτει και να βροντάει, η θάλασσα να λυσσομανά από την οργή της ανθρωπότητας κατά της αδικίας, και ψυχές μωρών σκοτωμένων από τη Γάζα να κατεβαίνουν αθώες σαν φως φρέσκες-φρέσκες στο χέρι του το δεξί, στο αριστερό ψυχές νεκρών δημιουργών και αγωνιστών, μορφών της τέχνης και λογοτεχνίας και ποίησης και ζωγραφικής και γλυπτικής και κινηματογράφου, όλος ο πολιτισμός να ξετυλίγεται και να του δίνει πνοή από τη πνοή του, τα 'πνεύματα'- παρατηρητές να μην καταλαβαίνουν τι γίνεται απλά να παρατηρούν και να γελάνε, Αθάνατοι από άλλους κήπους, αργόσχολοι, ματάκηδες, που δεν σήκωσαν το χέρι να βοηθήσουν ποτέ ένα άνθρωπο μόνο έβαζαν τρικλοποδιές και σκότωναν όποιον τολμούσε να σηκώσει κεφάλι, στο όνομα θρησκειών, ιδεολογιών, συμφερόντων, απλά γιατί δεν είχαν σώμα , μόνο έκαναν πνεύμα, πειραχτήρια , τρολάκια και όλο οι μαλάκες μαζεμένοι που δεν σήκωσαν το μικρό τους δαχτυλάκι να βοηθήσουν τον άνθρωπο, το πλανήτη, το σύμπαν όλο, από πάνω να παρατηρούν απλά σαν θεατές χωρίς να μπορούν να παρέμβουν, θέλανε αλλά είχαν φιμωθεί και δεν μπορούσαν από τον ίδιο τον άνθρωπο που σηκωνόταν από ραγιάς, να γίνει άνω θρώσκων και έπαιρνε πίσω όλα τα κλεμμένα από τα λαμόγια και τα έφερνε στη ζωή μαζί του.

Ένιωσε τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια του, αυτό δεν το περίμενε, ακόμα και οι θεοί του τόπου, οι ντόπιοι οι γήινοι που έγιναν θεότητες απλά για την αγάπη τους για τον άνθρωπο και τη προσφορά τους στο κοινό καλό, όλοι αυτοί που λέει ο λαός αγιάσαν για το καλό που κάνανε, μαζί του ήταν. 

Και ξαφνικά με όλη τη πλάση θεατή ο φοίνικας το αθάνατο πουλί από το άχρονο και το άφθαρτο και το αιώνιο, μαζί με ότι είχε μαζευτεί, βουτάει, σαν ψυχή και μπαίνει μέσα από τον αφαλό του στο φωτισμένο νέο, Και γίνεται η σύνδεση του άχρονου με το χρονικό, και γίνεται η θέωση του σώματος, και ο φωτισμένος νέος συμπληρώνει το τελετουργικό και συνεχίζει να στέκεται γυρίζοντας με τον ήλιο ενώ η μέρα περνάει, στρεφόμενος από ανατολικά, πρώτα αριστερά, στη πνοή, με σεβασμό στο συναίσθημα και τους νεκρούς προγόνους, μετά δεξιά, στο φως της ανθρωπότητας που ακολουθεί το δεξί του χέρι όπου το κινεί, μετά στρέφεται κάτω τιμώντας τη μάνα γη, και τρέμοντας στη δύση πια, τρεις μέρες όρθιος με τη φύση να του δίνει ενεργεία και νερό ο Πατέρας συμπληρώθηκε το τελετουργικό.

Η οργή δεν είχε φύγει ο γιος του ανθρώπου έψαχνε τον θεό τον πατέρα του, βαρέθηκε μεσάζοντες και όλη τη φασαρία. Βγάζει κραυγή με τη ψυχή και εξαφανίζονται όλοι οι παρατρεχάμενοι, φεύγουν από τη μέση όλα τα λαμόγια, και φτάνει στη πηγή στο πρώτο φως που υπάρχει μέσα σε όλα, φτάνει στο άχρονο ενώ είναι στο τώρα, και η  σύνδεση του μακρόκοσμου με το μικρόκοσμο είναι επιτυχής.

Βγάζει φωνή πατέρααααααααααααααααααααα που είσαι και άφησες έτσι το κόσμο; 

Δε ντρέπεσαι;
Δεν αισχύνεσαι;
Δεν έχεις συμπόνια; 
Δεν έχεις καρδιά; 
Δεν έχεις αγάπη για τη πλάση που έφτιαξες με τη γυναίκα σου;   

Έχουν ξεκουμπιστεί όλοι, είναι αθάνατος σε σώμα θνητό ψυχή καθάρια σε σύνδεση με τη πλάση.

Βρίσκει το πατέρα, το πρώτο φως, τη πρώτη σπίθα μες στο σκοτάδι, που γέννησε τα πάντα μες στην αρχέγονη μήτρα, και βλέπει. 

Βλέπει ότι είναι αυτός ο ίδιος, ένας απλός άνθρωπος, σκυφτός που άραξε σε μια παραλία και δεν έκανε τίποτα, που δε ψήφιζε, που ήταν κομμάτι του συστήματος, γραναζάκι ανενεργό, που έκανε το παιχνίδι της άρχουσας τάξης με τη σιωπή του, που έχασε το κόσμο με την αδράνεια του, που ξεφτιλίζεται καθημερινά επειδή ανέχεται να τον κυβερνούν απατεώνες αντί να απαιτήσει τα δικαιώματα του, φταίει πρώτα από όλα αυτός, και κανείς άλλος, γιατί επέτρεψε στο χρήμα να τον καθορίζει και να τον κυβερνάει, και πέφτει ξανά κάτω στη δύση αυτή τη φορά και ζητάει συγχώρεση κλαίγοντας, για τη στάση ζωής του, επειδή δεν έκανε τίποτα, επειδή τον έφαγαν οι μικρότητες και η μιζέρια, επειδή δεν συνεργάστηκε για μικροκομματικά συμφέροντα, επειδή έβαλε τη πάρτη του πάνω από το κοινό καλό, επειδή ήταν κούφια λόγια και  πράξη μηδέν. Επειδή ήταν μαλάκας νεοέλληνας και πίστεψε το Πάγκαλο και κάθε λαμόγιο που του είπε, μαζί τα φάγαμε, αντί να τους σουτάρει στη φυλακή...

Η θέωση του νέου φωτισμένου ανθρώπου έγινε, καιρός η κοινωνία να ελευθερωθεί, όσο για το φωτισμένο νέο, κοιμάται δακρυσμένος στη παραλία του.  

Αυτό το κέρδισε, εμείς τι κάνουμε μες στα σκοτάδια...

Απόσπασμα από το βιβλίο μου "Μικρές ιστορίες από τις Χαραματιές του Χρόνου",  που θα κυκλοφορήσω στα Αγγλικά...

Αφιερωμένο στις καθαρίστριες που αγωνίζονται ακόμα και σε όλους όσους αγωνίζονται να πέσει η χούντα σε αυτό το τόπο και σε όλο το κόσμο γενικά. 

No comments:

Post a Comment