Friday 1 August 2014

Ικέτης

φωτογραφία Eleni El


Η Σοφία έκλεισε τη πόρτα πίσω της με ένα αναστεναγμό, πέταξε τις γόβες της, τα ρούχα της έβγαιναν σαν πέπλα από την πόρτα ως τη κουζίνα εκεί άφησε τη τσάντα της στη καρέκλα του καθιστικού και μπήκε στη κουζίνα. Πήγε στο ψυγείο έβγαλε ένα παγωμένο μπουκάλι κρασί πήρε ένα κολονάτο ποτήρι και γυμνή πια, κατευθύνθηκε στο μπάνιο. 

Άνοιξε τη βρύση με το παγωμένο νερό, έβαλε τη τάπα, πέταξε μέσα μερικά αιθέρια έλαια και λίγο αφρόλουτρο από το αγαπημένο της, χαμογέλασε ενώ σκεφτόταν τη διαφήμιση του αφρόλουτρου σε κάποια τροπική παραλία να πλένεται μια όμορφη με νερό από καταρράχτη να πέφτει πάνω της, και άφησε τη μπανιέρα να γεμίζει νερό. Τι κάνουν τα λαμόγια για να πουλήσουν ένα προϊόν... Εποχή της εικόνας και του περιτυλίγματος, αν είναι άδειο το περιεχόμενο ή άχρηστο αδιαφορία πλήρης...

Επέστρεψε στο σαλόνι, άνοιξε το στερεοφωνικό, η ζωή στην επαρχία είχε αυτό το καλό μπορούσε να ζει απομονωμένη λίγο έξω από τη πόλη και να βάζει όσο δυνατά ήθελε τη μουσική ότι ώρα της κάπνιζε, έβαλε να παίζει η φανταστική συμφωνία του Μπερλιόζ με τέρμα ένταση, επέτρεψε στον εαυτό της να πιει μια γουλιά από το λευκό κρασί, πήρε το τάμπλετ της, τη βάση για τη μπανιέρα, και πήγε και χώθηκε μέσα στο νερό με την ουράνια μελωδία να γεμίζει το χώρο και το κορμί της χωμένο στο νερό να χαλαρώνει από τη επαφή με το μέσο μαλάκα Έλληνα στο Πανεπιστήμιο που δούλευε. 

Ο γάτος της ο Τάκης είχε επιστρέψει από την ολονυχτία του, ήταν και άυπνη περίμενε με την αγωνία της μάνας να γυρίσει ο γάτος της από την τσάρκα που έκανε στη γειτονιά για γκόμενες...

Έκλεισε τα μάτια και βούτηξε κάτω από το παγωμένο νερό. Μέχρι να μην αντέχει άλλο, μέχρι να κοντεύει να σκάσει, και μετά βγήκε στην επιφάνεια. Είχε βαρεθεί πια... Τα σιχάθηκε όλα. Και την Ελλάδα, και τη μαλακία του Έλληνα και την αμορφωσιά, και τις μαλακίες που διάβαζε στο twiter και στο facebook και τις πολιτικές δηλώσεις του κάθε μαλάκα κυβερνητικού εκπροσώπου, και την ελληνική πραγματικότητα και όλη τη μαλακία που έτρωγε στη μάπα κάθε μέρα. Τους δολοφόνους της Μανωλάδας τους αθώωσε η Ελληνική δικαιοσύνη, παμψηφεί και δικαστές και ένορκοι. Τώρα με λίγα λόγια νόμιμα σκοτώνουν τους σύγχρονους σκλάβους στα φραουλοχώραφα που τους έχουν και μένουν σε τρώγλες τους πληρώνουν ψίχουλα όποτε το θυμηθούν τους ταΐζουν αποφάγια και σκουπίδια και έχουν και τους επιστάτες να τους βαράνε και να τους σκοτώνουν, όταν απαιτούν τα δεδουλευμένα... Και οι μαλάκες οι Έλληνες να πιστεύουν ότι θα τη γλυτώσουν επειδή αυτά τα κάνουν σε Πακιστανούς και οικονομικούς μετανάστες τώρα... Και έχεις και το μαλάκα τον Άδωνι να λέει αυτή είναι η δικαιοσύνη, και κερδίσαμε... Μόλις σκέφτηκε το φασίστα και τη δήλωσή του πέταξε το ποτήρι με το κρασί από το ανοικτό παράθυρο κάπου να ξεσπάσει, το άκουσε να σπάει στα βράχια κάτω από το σπίτι της δίπλα στη θάλασσα. Χαμογέλασε και σκέφτηκε φυσική ανακύκλωση... Το γυαλί θρύψαλα πάλι επιστρέφει σαν άμμος στη παραλία...

Δεν άνοιξε το ταμπλετ, δεν ήθελε ακόμα καμία επαφή με το κόσμο, με τους "φίλους" της στο φάτσαμπουκ, να διαβάσει ειδήσεις, η τηλεόραση μόνιμα κλειστή δεν άντεχε να βλέπει ειδήσεις, και ξαναπήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε κάτω από το νερό...

Αναδύθηκε γυμνή σαν Αφροδίτη μέσα στο κύμα της νιότης της. 

Δεκαεφτά χρονών, γράφτηκε στα μαθητικά χρόνια, στη ΚΝΕ, μαχητική αριστερή, το σπίτι της μια μέση αστική οικογένεια, σε ρήξη με τις επιλογές της, τελείωσε με άριστα το γυμνάσιο τότε, και στα είκοσι το 'σκασε από το σπίτι για τη Πάτρα, με το αγόρι της, τον κολλητό φίλο του αδελφού της, και κείνος αριστερός περνούσαν καλά. όχι σαν κάτι μαλάκες που είχε μπλέξει πριν...

Θυμόταν τον γκόμενο που ήθελε να τη παντρευτεί και τρυπούσε τα προφυλακτικά και την άφηνε έγκυο, της πήρε 3 εκτρώσεις και τραύματα ψυχικά από το φόνο των παιδιών ανεξίτηλα στη ψυχή της μέχρι να καταλάβει τι ηλίθιος και ελεεινός ήταν και να τον παρατήσει...

Δούλευε στη Πρωτοπορία τότε τα πρωινά και το βράδυ στο βεστιάριο ενός θεάτρου που ξεκινούσε τα πρώτα του βήματα ο Σταμάτης Κραουνάκης με τη Λίνα Νικολακοπούλου. 

Άνοιξε τα μάτια στο παρόν, και έπιασε το μπουκάλι, και ήπιε μια γουλιά κρασί, ευτυχώς δεν είχε ζεσταθεί ακόμα...

Θυμήθηκε πάλι τα νιάτα της... 

Στη Πάτρα, πως με την αγάπη του Φαίδωνα βρήκε την ισορροπία της, μακρυά από τις καθημερινές μάχες του σπιτιού, μακρυά από τους γνωστούς μακρυά από όλα. Διάβασε, έδωσε δεύτερη φορά εξετάσεις, μπήκε και αυτή πανεπιστήμιο, στην Αθήνα, επέστρεψε στη πόλη και παντρεύτηκε τον Φαίδων. 

Εκείνος είχε τελειώσει φυσικό, εκείνη γαλλική φιλολογία, και πήραν μαζί μετάθεση για Μήλο. Πρώτη φορά σε μικρή κοινωνία, στην αρχή της άρεσε η μικρή κοινωνία, το καινούργιο, ο καθαρός αέρας, η απλή ζωή αλλά, ανήσυχο πνεύμα δεν τη βόλευε τίποτα..

Διάβαζε και απολάμβανε μουσικές, βιβλία, ζωγράφιζε κιόλας, ο Φαίδων της έδινε το χώρο που ήθελε, και άντεχε τις σιωπές της και την ανάγκη της για απομόνωση αλλά αυτή ποτέ δεν ένιωθε καλά, όλο κάτι την έτρωγε... 

Έβλεπε από τότε το κακό να πλησιάζει...

Από το 1992, είχε δει ότι θα έρθει η άρση της μονιμότητας, τα εργασιακά θα γίνουν μπάχαλο, και ότι θα βαδίζουμε ως χώρα προς τη καταστροφή και τον όλεθρο. Μόλις είδε τα πρωινάδικα, το Κλικ και το μαλάκα το Κωστόπουλο και ότι αυτός πρεσβεύει, με όλο το συρφετό των πρασινοφρουρών και του Σημίτη έπιασε το νόημα καλά. Τι έκανε; Τίποτα...

Είχε φύγει από το ΚΚΕ, τους βαρέθηκε και αυτούς τους παλαιολιθικούς, βαρέθηκε και το Φαίδωνα, η κατάθλιψη να τη τρώει, βρήκε ένα γκόμενο, που την αγαπούσε και αυτός ο μαλάκας, και γαμιόταν μέρα νύχτα μαζί του όποτε μπορούσε να ξεκλέψει χρόνο από τη ζωή της και τις υποχρεώσεις ως καθηγήτρια. Μετά γυρνούσε στο σπίτι με το Φαίδωνα - ο οποίος δεν έλεγε κουβέντα, μόνο τη κοίταζε- και συνέχιζε εκεί που είχε μείνει, λες και δεν τρέχει τίποτα...

Ερχόταν και κόσμος στο σπίτι, και λέγανε τι όμορφο ζευγάρι... 

Δίναν το παράδειγμα, γιατί εκείνη ηταν μπροστά στο μικρό γραφειάκι στον υπολογιστή και κείνος στο σαλόνι να διαβάζει ένα βιβλίο στον ίδιο χώρο αλλά σεβόμενοι τις ισορροπίες και το χώρο του καθενός χωρίς παρεμβάσεις. τόση ψευτιά και κούφια ζωή, και κείνη να μη μιλάει να μη τους λέει είστε γελοίοι, διαλυμένο σπίτι έχουμε, απλά συμβιώνουμε και δε τρώμε ο ένας τις σάρκες του άλλου απλά για το θεαθήναι και το τι θα πει ο κόσμος... 

Και αυτή όπως και όλη η Ελλάδα να κρατάει εξωτερικά ένα δήθεν επίπεδο ενώ ξεσκιζόταν και ξεκατινιαζόταν σε προσωπικό επίπεδο και επίπεδο σχέσεων για χρόνια, σε ρυθμούς γυφτολαικών παραλιακής και χοροπηδάδικων...

Έτσι κύλησε η δεκαετία του 90...

Βγήκε από το μπάνιο, βρεγμένη, είχε τελειώσει το κρασί, το ίδιο και η μουσική και πήγε να βάλει κάτι άλλο, αφήνοντας αποτυπώματα υγρά πίσω της καθώς νωχελικά κινιόταν σαν το γάτο της προς το σαλόνι. έβαλε να παίζει η δεύτερη συμφωνία του Ραχμάνινοφ στην ίδια ένταση, άνοιξε μια κονσέρβα για το γάτο, εκείνος άρχισε τις γαλιφιές αλλά δεν είχε όρεξη, άνοιξε το ψυγείο, πήρε δεύτερο μπουκάλι με Λευκό Σαμπλι, Ελληνική ποικιλία όνομα μαγικό βουνό, και επέστρεψε στη μπανιέρα το καταφύγιο της από τη ζέστη και το άδυτο της να αναπολήσει και να σκεφτεί. Πριν μπέι θυμήθηκε ότι δεν είχε πάρει ποτήρι, υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι δεν θα νευριάσει πάλι με τους ανεγκέφαλους κλόουν κυβερνητικούς εκπροσώπους και δεν θα σπάσει άλλο κολονάτο ποτήρι - δεν της είχαν μείνει και πολλά, κόποι μιας ζωής, ευτυχώς δεν είχε πάρει δάνειο τότε που η συλλογική μαλακία όλων των Ελλήνων τράβαγε στις τράπεζες για στεγαστικά...

Ούτε στο χρηματιστήριο είχε παίξει φυσικά... 

Από μικρή θυμόταν την οικογένεια της να παλεύει με τις κάρτες από τις τράπεζες να τα φέρει βόλτα με αλχημείες και παίρνοντας από τη μία τράπεζα για να πληρώσει την άλλη. 

Μαθήματα ζωής... 

Ούτε κάρτα είχε ποτέ πιστωτική ούτε δάνειο... 

Όταν και αν μάζευε τα χρήματα αγόραζε αυτά που ήθελε. Περιόρισε συνειδητά τα θέλω της... Έκανε την επιλογή της και δεν την αφορούσε και τόσο η τραπεζική κρίση άμεσα. Μόνο οι περικοπές μισθών την τρέλαναν και αυτό συλλογικά δεν μπορούσε να κάνει κάτι, οι κλίκες, οι εργατοπατέρες, το μακρύ και κοντό του καθενός, το ότι δεν μπορεί να συνεννοηθεί ένας ολόκληρος λαός να κατέβει σε γενική απεργία διαρκείας μέχρι να πέσει η χούντα...

Σε κατάθλιψη όλοι και να μην αντιδράει κανείς... 

Αν δεν απαιτήσεις πως θα κερδίσεις; 

Θυμήθηκε ένα μικρό ρομαντικό που διάβαζε που και πού στο φάτσαμπουκ και χαμογέλασε με την αθωότητα του...

Είναι τόση η σαπίλα της κοινωνίας, τόσο χαμηλό το επίπεδό, από το απλό ατομικό και το τρόπο συμπεριφοράς προς τη γυναίκα γενικά, το ερωτικό, που γαμάνε και φεύγουνε, το 5λεπτο πάθους ανάμεσα στο ημίχρονο, μη χάσουμε και το ματσάκι... Μουντιάλ παίζει...

Είχε αρχίσει να τη πιάνει επιτέλους το κρασί... 

Βγήκε από τη μπανιέρα και επιθεώρησε με κριτικό μάτι το γυμνό κορμί της... 

Μια χαρά κρατιόταν, θα πίστευε κανείς ότι ειναι 35 και όχι 53... 

Δυστυχώς η δραπέτευση της σε άλλη χώρα, δύσκολη, το όριο για να πιάσει δουλειά εξωτερικό τα 45, οπότε άλλη μια χαμένη ευκαιρία...

Σαν το γάμο της...

Είχε βάλει τη ζωή της σε όμορφα κουτάκια, ζωή με το Φαίδων, γαμήσι με τον Άρη, και δουλειά με τα παιδιά σχολείο γαλλικά. Καλή καθηγήτρια, μεταδοτική ενδιαφερόταν για τη δουλειά της, οχι μπάχαλο να αδιαφορεί και ότι κάτσει... 

Ότι έκανε δηλαδή η πλειοψηφία που το μόνο που την ενδιέφερε ήταν πως να πάρει το μισθό να πίνει όλη νύχτα στα μπαράκια καθημερινές και να φεύγει για Αθήνα παρασκευοσαββατοκυριακο... 

Θυμήθηκε τους ΠΑΣΟΚΟΥΣ εκσυγχρονιστές, πρωτοδιόριστους, που έπρεπε να μείνουν επαρχία 3 χρόνια πριν μπορέσουν πάρουν μετάθεση για Αθήνα που φεύγανε με απόσπαση το δεύτερο μήνα και κραμάγανε το σχολείο, και κανονική μετάθεση με το τέλος του έτους...

Και τότε, λίγο μετά την Ολυμπιάδα και το Euro με την Ελλάδα να σηκώνει το Ευρωπαϊκό στο ποδόσφαιρο, τότε που φάγανε με χρυσά κουτάλια οι Μπομπολες Ψυχαρηδες Λατσηδες και όλα τα λαμόγια, ήρθε και το τέλος του γάμου της... 

Ο Φαίδων ένα βράδυ την έπιασε, και της τα 'χωσε, όσα κρατούσε μέσα του 12 χρόνια, χείμαρρος, όλος πόνος, η ξεφτίλα η μιζέρια η απαξίωσε που ένιωθε για τον εαυτό του με τη συμπεριφορά της απέναντί του, ξεχύθηκε απο μέσα σου σαν τη νύχτα και τη σκέπασε δείχνωντας της την ίδια της τη κατάθλιψη κατάφατσα και πως γάμησε και τη δική του ζωή όχι μόνο τη δική της, και σίγουρα και του γκόμενου - αν την αγαπούσε και αυτός αλλά του ήταν αδιάφορο τι ένιωθε ο ξεφτίλας που του πήδηξε τη γυναίκα, και εκείνος έριχνε την ευθύνη στο γκόμενο, αλλά δεν ήταν μόνο του γκόμενου η ευθύνη, έφταιγε και αυτή και κυρίως αυτή γιατί μαζί μεγαλώσανε μαζί ήταν από παιδιά κοινούς αγώνες κάνανε κοινά όνειρα και να τον προδώσει έτσι; 

Της είπε ότι ένα βράδυ που έλειπε, ήταν με τη Μαρία, μια καθηγήτρια μαθηματικό νέα, εκείνος ώριμος, τα βρήκανε και αποφάσισε να την αφήσει... 

Ήθελε να κάνει και οικογένεια, εκείνη δεν ήθελε παιδιά, δεν μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της καλά καλά να φέρει κι άλλο στο κόσμο; 

Της άφησε τα πάντα, πήρε μαζί του τα ρούχα του μόνο, και πήρε τη νέα του αγάπη και έφυγε και από το νησί για την Αθήνα...

Μόνη πρώτη φορά, ενώ εκείνος ποτέ δεν την κατηγόρησε και δεν την εξέθεσε σε κανένα για την απιστία της, τα έχωνε στη παρέα της στον Φαίδων που τη παράτησε για τη πιτσιρίκα... 

Ποτέ δεν αποδέχτηκε ότι εκείνη τον πρόδωσε και τον έκανε κομμάτια, και ότι εκείνος έζησε μαζί της στη σιωπή 12 χρόνια χωρίς να πει κουβέντα επειδή την αγαπούσε...

Τώρα 10 χρόνια μετά, γελάει με τη μαλακία της. Καθαρόαιμη Ελληνίδα, δεν έφταιγε εκείνη, πάντα την ευθύνη να τη χρεώνουμε σε κάποιον άλλο... 

Εμείς δε φτάιμε για τίποτα... 

Αθώα παιδάκια είμαστε και ήρθαν οι κακοί που μας κυβερνάνε και μας κάνανε ντα και τώρα κλαιγόμαστε...

Γέλασε νευρικά, αν και ο Ραχμάνινοφ την είχε ηρεμήσει...


Διάβασε στο στερεοφωνικό , συνδεδεμένο με το διαδίκτυο... 

Δωρεάν wi-fi λέγανε οι δεξιοί... 

Εδώ δεν έχουμε να φαμ'...

Το διαδίκτυο μας μάρανε...

Τελείωσε το κρασί της, σκουπίστηκε, πηρε το ταμπλετ, χαμήλωσε τη μουσική, και μπήκε στο φάτσαμπουκ να πει καμιά μαλακία να ξεδώσει λιγάκι...

Αλλά αντί για αυτό ένιωσε να της κόβεται η ανάσα, να ανοίγει η γή κάτω από τα πόδια της να χάνεται ο κόσμος, και κείνη μόνη. 

Ικέτης...

Να πλανάται ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο

Με τη ψυχή της να ανεμίζει

Να νιώθει το σύγχρονο και το άχρονο, 

Το φθαρτό κακέκτυπο κόσμο που ζούμε και τον αρχετυπικό κόσμο των ιδεών να υψώνεται μπροστά της. 

To στερεοφωνικό σταμάτησε να παίζει Ραχμάνινοφ, η ένταση τέρμα, και πηγε στα 


Άρχισε έξω η καταιγίδα, καραυνοί πέφτανε εξω απο το σπίτι, έιχε πια νυχτώσει...

Κάτι τη τραβούσε έξω στη βροχή και στη καταιγίδα...

Ούτε ντύθηκε,  έτσι γυμνή,  βγήκε έξω στη καταιγίδα που λυσομανούσε ... 

Κεραυνοί πέφτανε γύρω της αλλά δεν ένιωθε καμία φοβία...

Μια απάθεια και ένα δέος μόνο... 

Στεγνή από δάκρυα... 

Είχε κλάψει τόσο και για όλο το κόσμο,, για τη ζωή της, για τους γκόμενους, για τη κοινωνία για τη μαλακία του νεοέλληνα που κάθεται ντουβάρι αμέτοχο ενώ τον γαμάνε πατόκορφα και δεν αντιδράει που είχε αδειάσει εδώ και χρόνια από συναισθήματα.

Χαρακτηριστικά το στερεοφωνικό συνέχιζε να παίζει 


Η συγχρονικότητα σε όλο το μεγαλείο της. Οι κεραυνοί δεν είχαν σταματήσει, κάθε φορά που έπεφταν φώτιζαν το χώρο, δεν βρισκόταν πια στη γη, είχε μπει στο κόσμο των αρχετύπων. Στη παγκόσμια βιβλιοθήκη γνώσης που όλοι οι δημιουργοί ξέρουν καλά.

Κοίταξε τριγύρω, ένα δωμάτιο, ένα γραφείο, πίσω βιβλία, στα αριστερά το κρανίο του Αδάμ στα δεξιά ένα κερί και πάνω στο τραπέζι ένα ταμπλετ, το δικό της το ταμπλετ, και ανοικτή δωρεάν πρόσβαση στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας από τη γέννηση της  μέχρι το τέλος της. 

Αηρ
Υδωρ
Γαια
Φως

Άλλος ένας αναστημένος μέσα από τη κατάθλιψη και το πόνο ψυχής του...

Τα έδωσε όλα, τα έζησε όλα, τα πολέμησε όλα, και μπήκε στο γραφείο, να αποφασίσει τι θα κάνει με το υπόλοιπο της ζωής της...

Φέρει εκείνη και ξέρει το πέμπτο στοιχείο...



Απόσπασμα από το βιβλίο μου "Μικρές ιστορίες από τις Χαραματιές του Χρόνου",  που θα κυκλοφορήσω στα Αγγλικά...

© akis ε+ ganesh. All rights reserved.

No comments:

Post a Comment